- ολμοκοπώ
- ὁλμοκοπῶ, -έω (Α) [ολμοκόπος]κοπανίζω μέσα σε γουδί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προολμοκοπώ — έω, Α κοπανίζω, τρίβω προηγουμένως μέσα σε όλμο, σε γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὁλμοκοπῶ «κοπανίζω μέσα σε γουδί»] … Dictionary of Greek
συνολμοκοπώ — έω, Α κοπανίζω σε γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁλμοκοπῶ «κοπανίζω μέσα σε γουδί»] … Dictionary of Greek